- ταπετσάρω
- Ν [ταπετσαρία]1. καλύπτω εσωτερικό τοίχο με ειδικό χαρτί2. επιστρώνω έπιπλα με γέμισμα και τά επενδύω με ύφασμα, πλαστικό υλικό ή δέρμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταπετσάρισμα — το, Ν τοποθέτηση ταπετσαρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπετσάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. παρκάρ ισμα)] … Dictionary of Greek